- ἀμυνῶν
- ἀμύνωkeep offfut part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀμύνων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύνων — ἀμύ̱νων , ἀμύνω keep off pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… … Dictionary of Greek
Ἀμυνόντων — Ἀμύνων masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνοντα — Ἀμύνων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνοντας — Ἀμύνων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνοντες — Ἀμύνων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνοντι — Ἀμύνων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνοντος — Ἀμύνων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμύνουσι — Ἀμύνων masc dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)